- ώρυγμα
- -ύγματος, τὸ, Α1. ωρυγή2. μτφ. ο άγριος παφλασμός τών κυμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ, ἐρεύ-γ-ομαι [II], ὀρυμαγδός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὤρυγμα — ὠρυθμός a howling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)